- κορύμβῳ
- κόρυμβοςuppermost pointmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορυμβώ — κορυμβῶ, όω (Μ) [κόρυμβος] 1. κάνω κάτι κόρυμβο 2. παθ. κορυμβοῡμαι, όομαι (για τα μαλλιά) σχηματίζομαι σε κόρυμβο, σε κότσο … Dictionary of Greek
κορύμβωι — κορύμβῳ , κόρυμβος uppermost point masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THYRSUS — I. THYRSUS fluv. Sardiniae praecipuus, in ora occidentali vulgo Torso. Baudrando hodie Thirso, otitur in parte Boreali dein per mediam Insulam fluens, 5. mill. pass. ab ARborea in mare se Sardoum exonerat. II. THYRSUS hasta dicta est hederâ… … Hofmann J. Lexicon universale
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek